κονυζα

κονυζα
    κόνυζα
     бот. мелколепестник (Erigeron) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κονυζα" в других словарях:

  • κονύζα — κονύζᾱ , κόνυζα Inula fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — Inula fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • κονύζης — κόνυζα Inula fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονύζῃ — κόνυζα Inula fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζαι — κόνυζα Inula fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζαν — κόνυζα Inula fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονυζίτης — κονυζίτης, ὁ (ΑM) (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, ρητιν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σκόνυζα — Α είδος φυτού, η κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)] …   Dictionary of Greek

  • κνύζα — (I) η (AM κνύζα) [κνύω] νεοελλ. ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης μσν. αρχ. κνησμός, ψώρα αρχ. (για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος. (II) κνύζα, ἡ (Α) το φυτό κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κονυζήεις — κονυζήεις, εσσα, εν (Α) [κόνυζα] (για φυτό) αυτό που μοιάζει με κόνυζα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»